1 ποακτικό(ν)
τό ποακτικό(ν) παραλαβής — акт приёмки;
τό ποακτικό(ν) της συμφωνίας — протокол соглашения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ποακτικό(ν)
2 ποακτικό(ν)